Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

La Nuestra Senora De Atocha

Ο Θησαυρός του Ναυαγίου La Nuestra Senora De Atocha
Κείμενο Φωτογραφία Μιχάλης Βενιός



Είναι 3 Αυγούστου του 1492 και ο Χριστόφορος Κολόμβος έχοντας στην διάθεση του τρία πλοία, το Σάντα Μαρία, το Νίνια και το Πίντα, σαλπάρει από το Πάλος της Ισπανίας, για να ανακαλύψει τις Ινδίες. Μετά από εβδομήντα αγωνιώδεις ημέρες, στις 12 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, ο Κολόμβος, ακουμπάει επιτέλους το πόδι του στην στεριά. Η στεριά αυτή είναι το νησί Σαν Σαλβαδόρ, στις Μπαχάμες της Καραϊβικής. Εκεί, ο Κολόμβος συναντάει τους πρώτους ιθαγενείς και νομίζει πως είναι Ινδοί. Αυτοί οι «Ινδιάνοι», είναι άνδρες της φυλής Τάϊνο και της φυλής Αραγουάκ, που σήμερα θεωρούνται ως οι αρχαιότεροι κάτοικοι της περιοχής. Η αρχή, μίας από τις πιό αιματοβαμμένες περιόδους της Ιστορίας, έχει μόλις αρχίσει. Κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί, τι θα επακολουθούσε τα επόμενα 300 χρόνια. Μέχρι σήμερα, η Ισπανία έχει κάνει πάρα πολλά, για να μπορέσει να διατηρήσει και να συντηρήσει τα κείμενα της ιστορία της. Το Αρχείο των Ινδιών, το οποίο βρίσκεται στην περίφημη πόλη της Σεβίλης, είναι μια από τις πιο σημαντικές και πιό τρανές αποδείξεις, αυτής της προσπάθειας. Σαράντα χιλιάδες κούτες, συντηρημένων εγγράφων που φυλάσσονται και φρουρούνται. Πενήντα εκατομμύρια σελίδες, που ξεδιπλώνουν και αποκαλύπτουν, την ιστορία της επέκτασης της Ισπανίας, στην Αμερικανική Ήπειρο και τα περίπου, τετρακόσια χρόνια αποικιακής διακυβέρνησης, που επέβαλε σε αυτά τα εδάφη. Ανάμεσα στις άπειρες λέξεις που περιέχουν αυτές οι σελίδες, είναι καταγεγραμμένη και η μοίρα ενός μοναδικού πλοίου, του La Nuestra Senora de Atocha.

Η Ισπανία

Καθώς η Ισπανία είχε επεκτείνει την αυτοκρατορία της στον Νότιο Ειρηνικό, για να μπορέσει να υπερασπίσει τα κεκτημένα της εδάφη, εξαρτιόταν όλο και περισσότερο, από τους φόρους που επέβαλε στα αγαθά τα οποία προέρχονταν από την Κεντρική και Νότια Αμερική. Οι αποικίες εξαρτώντο πολύ από τα αγαθά που παρήγε η Ισπανία, ενώ την ίδια στιγμή, οι ίδιες έστελναν πίσω πολύτιμα γεωργικά προϊόντα μαζί με χρυσό, ασήμι και υψηλής ποιότητας και βάρους, πολύτιμους λίθους. Από τις Αμερικανικές Αποικίες της Ισπανίας, εξορύχθησαν σε χρυσό και ασήμι, περίπου οκτώ δισεκατομμύρια σημερινά δολάρια. Από τις αρχές του 1500 μέχρι το 1800 αυτός ο πλούτος, μετέτρεψε την Ισπανία σε παγκόσμια δύναμη. Από το 1621 η Αυτοκρατορία της Ισπανίας, έλεγχε τα απέραντα εδάφη τεσσάρων ηπείρων. Η αριστοκρατία, αποτελούσε μόνο ένα μικρό μέρος του πληθυσμού και κατείχε ουσιαστικά όλα τα αστικά και στρατιωτικά αξιώματα, μέσα στην χώρα και στο εξωτερικό. Ήταν επίσης απαλλαγμένη από κάθε οικονομική επιβάρυνση και η μονόπλευρη κοινωνική δομή της χώρας εξασφάλιζε, ότι ο πλούτος των Ινδιών δεν θα έφτανε ποτέ στα χαμηλά στρώματα της κοινωνίας. Ενώ η Βασιλική Αυλή της Μαδρίτης έλαμπε από τα στολίδια, οι πόλεις της Ισπανίας, γέμιζαν με άνεργους και η αγροτιά της Καστίλης, αναγκαζόταν να υπομένει όλο το βάρος των φόρων. Ένα μεγάλο μέρος του πλούτου του Νέου Κόσμου πήγαινε κατευθείαν σε ξένα χέρια, σαν αντάλλαγμα για τις πολυτέλειες που παρείχαν στην αριστοκρατία και έτσι το Ισπανικό Στέμμα, κινδύνευε να πτωχεύσει. Προκειμένου να σωθεί η αυτοκρατορία, η Ισπανία επέβαλε έναν φόρο 20% στις εισπράξεις αυτού του εμπορίου. Τον φόρο τον ονόμασαν "Κουϊντο" που σήμαινε το ένα πέμπτο. Από το 1503, σε κάθε σκάφος έπρεπε να υπάρχει ένας γραμματικός για να καταγράφει σε έναν επίσημο κατάλογο, τα φορτία που φόρτωναν και εκφόρτωναν τα σκάφη στα μακροχρόνια ταξίδια τους. Αυτός ο κατάλογος χρησίμευε σαν βάση για το "Κουϊντο". Επίσης, επέβαλε και έναν πρόσθετο φόρο τον "Αβερία", που ήταν 40%. Ο φόρος αυτός επιβλήθηκε, για να πληρώνεται το κόστος της προστασίας των εμπορικών σκαφών από τους Ολλανδούς, τους Άγγλους και τους Γάλλους. Η Ισπανία, είχε την απαίτηση όλα τα εμπορικά της σκάφη να πλέουν ομαδικά, υπό την συνοδεία πολεμικών σκαφών, τα περίφημα Ισπανικά γαλιόνια. Τα μεγάλα τετράγωνα πανιά, ένα ψηλό επιβλητικό κάστρο που έφτανε μέχρι και ένδεκα μέτρα επάνω από την ίσαλο γραμμή και μια ψηλή στεγασμένη γέφυρα, έδιναν στο ισπανικό γαλιόνι έναν μοναδικό και ξεχωριστό παρουσιαστικό. Παρόλο που ήταν πιο αργά από τα σκάφη των εχθρών τους, ήταν πολύ βαριά οπλισμένα με τεράστια μπρούντζινα κανόνια. Εκτός από τα πλευρικά γαλιόνια συνοδείας, δύο άλλα δυνατά γαλιόνια, το ένα μπροστά το οποίο οδηγούσε την ομάδα και έφερε τον χαρακτηρισμό "Καπιτάνα" και το άλλο πίσω το οποίο κάλυπτε το οπίσθιο τμήμα και έφερε τον χαρακτηρισμό "Αλμιράντα", προσέφεραν πρόσθετη προστασία από τους εχθρούς της Ισπανίας. Αυτές οι ομάδες των πλοίων με τα γαλιόνια συνοδείας, σαλπάρισαν από την Ισπανία αρχές της άνοιξης και χώρισαν, με προορισμό διαφορετικά λιμάνια της Καραϊβικής για να φορτώσουν τους βασιλικούς θησαυρούς. Ο στόλος Τιέρα Φίρμε, θα έπλεε στο Πορτομπέλλο και την Καρθαγένη, για να φορτώσει χρυσό και ασήμι από το Περού, τον Ισημερινό, την Βενεζουέλα και την Κολομβία και μετά θα πήγαινε στην Αβάνα για χαλκό. Τα σκάφη θα έπαιρναν επίσης λουλάκι από το Τρουχίλιο. Τον Ιούλιο, τα πλοία του στόλου θα συναντιόταν πίσω στην Αβάνα φορτωμένα με τα πλούσια φορτία τους. Τα μεγαλύτερα και βαρύτερα οπλισμένα γαλιόνια συνοδείας, θα έφερναν χρυσό και ασήμι, ενώ τα μικρότερα εμπορικά σκάφη, θα έφερναν γεωργικά προϊόντα. Στα 1622, ο Τριακονταετής Πόλεμος έφθανε σε κρίσιμο στάδιο, καθώς οι Ολλανδοί ενώθηκαν με τους Γάλλους για να επιτεθούν στα ισπανικά πλοία. Το κόστος αυτής της διαμάχης είχε εξουθενώσει σοβαρά το Βασιλικό Υπουργείο Οικονομικών. Το Στέμμα, άρχισε να δανείζεται τόσο πολύ, που οι ξένοι δανειστές κρατούσαν σε υποθήκη όλο το εισόδημα του Βασιλιά. Οι μεγαλύτερες τραπεζικές εταιρείες, είχαν εγκαταστήσει αντιπροσώπους στη Σεβίλλη, για να απαιτήσουν πρώτοι, τα δικαιώματα στο εισερχόμενο ασήμι από το Μεξικό και το Περού. 

Το μοιραίο ταξίδι

Ο στόλος Τιέρα Φίρμε, στον οποίο συμμετείχε και το γαλιόνι Λα Νουέστρα Σενόρα Ντε Ατότσα, έφθασε στο Πορτομπέλλο, στον ισθμό του Παναμά στις 24 Μαΐου. Επτά γαλιόνια συνοδείας, συμπεριλαμβανομένου και του Σάντα Μαργκαρίτα, έφθασαν στο νησί Δομίνικο, στις 31 Μαΐου. Από εκεί, δέκα έξι μικρότερα σκάφη φόρτωσαν φορτία από τα νησιά της Καραϊβικής ενώ τα γαλιόνια συνοδείας, κατευθύνθηκαν προς την Καρθαγένη και την Κολομβία, για να ξεφορτώσουν τα δικά τους φορτία. Φορτώθηκαν με χρυσό και σμαράγδια από την Κολομβία, ασήμι από το Μεξικό και το Περού και μαργαριτάρια από την Βενεζουέλα και στις 21 Ιουλίου, συνάντησαν στο Πορτομπέλλο τον στόλο Τιέρα Φίρμε. Τα πλοία άφησαν το λιμάνι του Πορτομπέλλο και έφθασαν πίσω στην Καρθαγένη στις 27 Ιουλίου. Φόρτωσαν περισσότερο φορτίο και σαλπάρισαν για την Κούβα όπου έφθασαν στις 22 Αυγούστου. Εκεί, επανασυνδέθηκαν με τον Νέο Στόλο της Ισπανίας, ο οποίος είχε φθάσει νωρίτερα με το φορτίο από το Μεξικό. Η κοντινή παρουσία ενός μεγάλου Ολλανδικού στόλου, ανάγκασε τον Διοικητή του Νέου Στόλου της Ισπανίας, να ζητήσει την άδεια να σαλπάρει αμέσως για την Ισπανία. Ο Μαρκήσιος της Καρντερέϊτα, του έδωσε την άδεια με τον όρο ότι, ο μεγαλύτερος όγκος από τις ράβδους του χρυσού και του ασημιού καθώς και τα νομίσματα, θα έμεναν στην Αβάνα. Αυτά θα τα έστελνε αργότερα κάτω από την προστασία του στόλου συνοδείας. Έτσι ο Μαρκήσιος της Καρντερέϊτα, χώρισε το στόλο του σε δύο μέρη και ανέβηκε στο σκάφος εμπροσθοφυλακής, το Λα Νουέστρα Σενόρα Ντε Καντελέρια, την καπιτάνα του στόλου συνοδείας. Ο όγκος του θησαυρού, χωρίστηκε μεταξύ του Σάντα Μαργκαρίτα και του μεγαλύτερου σε μέγεθος πλοίου Λα Νουέστρα Σενόρα Ντε Ατότσα. Χτισμένο το 1620 στην Αβάνα της Κούβας το Ατότσα, ήταν ειδικά σχεδιασμένο για να προσφέρει προστασία στους στόλους που μετέφεραν θησαυρούς. Ένα τέτοιο πλοίο ζύγιζε πεντακόσιους τόνους, είχε μήκος τριάντα τέσσερα και πλάτος ένδεκα μέτρα. Το πλήρωμα αποτελείτο από ναύτες, στρατιώτες, αξιωματικούς και μαθητευόμενα παιδιά, σύνολο διακόσια άτομα. Ωστόσο στο πλοίο, υπήρχαν και πάρα πολλοί εύποροι επιβάτες που ήθελαν να επιστρέψουν στην Ισπανία. Αυτοί μετέφεραν και την προσωπική τους περιουσία, μεγαλώνοντας τον θησαυρό που υπήρχε στο σκάφος. Το Ατότσα, ήταν εξοπλισμένο με είκοσι τεράστια μπρούντζινα κανόνια, και ορίστηκε να είναι το αλμιράντα, πλέοντας στο τέλος του στόλου για να προστατεύει τα νώτα των πιο αργών εμπορικών πλοίων. Έτσι λοιπόν τα είκοσι οκτώ πλοία, ο στόλος Τιέρα Φίρμε και τα σκάφη συνοδείας, σαλπάρισαν από την Αβάνα στις 4 Σεπτεμβρίου, έξι εβδομάδες πιο αργά από ότι ήταν προγραμματισμένο. Τράβηξαν βόρεια, για να πιάσουν το ρεύμα του κόλπου που είχε διεύθυνση προς τα ανατολικά και το οποίο θα τους βοηθούσε στο ταξίδι. Όμως στις 5 Σεπτεμβρίου ο καιρός χάλασε και μετά από λίγο έγινε χειρότερος, με άγριους ανέμους που σήκωναν τεράστια κύματα. Τα πράγματα άρχισαν να γίνονται πολύ σοβαρά όταν φάνηκε να πλησιάζει γρήγορα ένας τυφώνας. Τα βαριά σύννεφα και η πολύ δυνατή βροχή σκότισαν τον ουρανό με αποτέλεσμα, μέσα στην σύγχυση, τα σκάφη να χωρίσουν. Καθώς τα πλοία σκαμπανέβαζαν με δύναμη, οι ζαλισμένοι επιβάτες και το πλήρωμα του Ατότσα είδαν με φρίκη ένα μικρότερο σκάφος, το Λα Νουέστρα Σενόρα Ντε Κονσολασιόν να τουμπάρει και να εξαφανίζεται. Εκείνη την νύχτα ο αέρας άλλαξε και έσπρωξε τον στόλο ακόμα πιο βόρεια με κατεύθυνση προς την Φλώριδα. Πριν από την αυγή, το Καντελέρια και άλλα είκοσι πλοία, κατάφεραν και πέρασαν στα δυτικά των Ντράϊ Τορτούγας. Τώρα που βρισκόντουσαν στα βαθιά νερά του κόλπου του Μεξικού, ήταν πλέον σε θέση να ξεπεράσουν την θύελλα. Τουλάχιστον τέσσερα από τα υπόλοιπα πλοία σπρώχτηκαν από τον καιρό στα νησιά Κήζ της Φλώριδας. Ανάμεσα τους βρισκόταν το Λα Νουέστρα Σενόρα Ντε Ατότσα και το Σάντα Μαργκαρίτα. Ο άνεμος και τα ύψους έξι μέτρων κύματα, έσπρωξαν το Σάντα Μαργκαρίτα προς μια λιμνοθάλασσα. Το ακυβέρνητο πλοίο την προσπέρασε και κάθισε με απίστευτη δύναμη στα ρηχά. Ο Πλοίαρχος του Σάντα Μαργκαρίτα, Μπερναντίνο Ντε Λούγκο, κοίταξε πρός το Ατότσα που βρισκόταν Ανατολικά Το απελπισμένο πλήρωμα του Ατότσα έριξε τις άγκυρες στον ύφαλο, ελπίζοντας να κρατήσει το σκάφος μακριά από τα κοράλλια και την σίγουρη καταστροφή. Ξαφνικά ένα μεγάλο κύμα, ανύψωσε την πλώρη του Ατότσα και μετά την κατέβασε με δύναμη επάνω στον ύφαλο. Το κύριο κατάρτι έσπασε απότομα, καθώς τα τεράστια κύματα πέρασαν επάνω από το Ατότσα, παρασύροντας το πλοίο πέρα από τον ύφαλο. Γρήγορα, η θάλασσα πλημμύρισε το σκάφος περνώντας μέσα από τις μεγάλες τρύπες που είχαν ανοίξει σε πολλά σημεία του πυθμένα του πλοίου. Το Νουέστρα Σενόρα Ντε Ατότσα βυθίστηκε, αφήνοντας μόνο την άκρη του δεύτερου καταρτιού να φαίνεται έξω από το νερό. Το μεγαλύτερο τμήμα των επιβατών και του πληρώματος βρισκόταν κάτω, στις κουκέτες και στα αμπάρια για να προστατευτούν από την θύελλα. Το νερό τους βρήκε τραυματισμένους, ανήμπορους και πανικόβλητους, να μην μπορούν να ξεφύγουν από πουθενά, αφού για να προφυλαχθούν, είχαν κλείσει κάθε πόρτα και καπάκι. Από τους διακόσιους εξήντα πέντε ανθρώπους που βρισκόντουσαν στο πλοίο, μόνο τρία μέλη του πληρώματος και δύο μαύροι σκλάβοι γλίτωσαν για να διηγηθούν αυτά που έγιναν. Οι πέντε ναυαγοί, είχαν προσκολληθεί στον ιστό που εξείχε, έξω από το νερό. Από εκεί, τους μάζεψε το Σάντα Κρούζ, το επόμενο πρωί. 

Οι έρευνες

Τα χαμένα σκάφη του στόλου των θησαυρών του 1622, βρίσκονται διεσπαρμένα σε μία απόσταση πάνω από πενήντα μίλια από τα Ντράϊ Τορτούγας, ανατολικά από το σημείο που βυθίστηκε το Λα Νουέστρα Σενόρα Ντε Ατότσα. Σε αυτήν την τραγωδία, πεντακόσιοι πενήντα άνθρωποι πέθαναν και ένα φορτίο αξίας περισσότερο από δύο εκατομμύρια πέσος χάθηκε. Είκοσι από τα είκοσι οχτώ πλοία επέστρεψαν στην Αβάνα, ενώ έγινε μια προσπάθεια να ανελκύσουν το φορτίου του Ατότσα και του Μαργκαρίτα. Ο Γκασπάρ Ντε Βάργκας, πήρε εντολή να πάει με πέντε πλοία για την ανέλκυση του φορτίου. Το Ατότσα βρέθηκε γρήγορα με την άκρη του καταρτιού να εξέχει ακόμα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Το Ατότσα βρισκόταν πιο κάτω από τα δεκαεπτά μέτρα, κάνοντας έτσι την δουλειά των δυτών πολύ δύσκολη. Οι δύτες βρήκαν τα καπάκια των αμπαριών και όλα τα καπάκια των κανονιών σφηνωμένα. Τα μόνα πράγματα που μπόρεσαν να ανεβάσουν στην επιφάνεια ήταν, δύο περιστρεφόμενα μικρά σιδερένια κανόνια, τα οποία βρισκόντουσαν στην κουπαστή της γέφυρας. Ο Βάργκας προχώρησε δυτικά σε αναζήτηση του Μαργκαρίτα, το οποίο όμως παρά τις προσπάθειες που έκανε, δεν μπορούσε να το βρει. Στο νησί Λόγκερχεντ Κή, βρήκε το Ροσάριο και μια μικρή ομάδα επιζώντων. Ο Γκασπάρ Ντε Βάργκας έβαλε φωτιά στο Ροσάριο για να αποκαλυφθεί το φορτίο και να το διασώσει. Στις αρχές Οκτωβρίου, ένας δεύτερος τυφώνας σκούπισε κυριολεκτικά την περιοχή, διακόπτοντας τις προσπάθειες διάσωσης και ανάγκασε τον Βάργκας να βρει καταφύγιο, σε υψηλότερο έδαφος. Όταν έφτιαξε ο καιρός ο Βάργκας, αφού ολοκλήρωσε την διάσωση του φορτίου του Ροσάριο, επέστρεψε στην Αβάνα για να βρει περισσότερα εργαλεία και να ετοιμαστεί για μια ακόμη προσπάθεια στο Ατότσα. Όταν επέστρεψαν στη θέση που είχαν δει τελευταία το Ατότσα, το αλμιράντα δεν φαινόταν πουθενά. Προφανώς ο τυφώνας του Οκτωβρίου το είχε θάψει ολοκληρωτικά. Ακόμη και οι προσπάθειες που έκαναν σέρνοντας γάντζους στον βυθό, δεν έφεραν κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Τον Φεβρουάριο, ο Μαρκήσιος της Καρντερέϊτα συμμετείχε προσωπικά στην προσπάθεια διάσωσης, όπου και βρέθηκαν μερικές ασημένιες μπάρες, αλλά το κουφάρι του πλοίου, τους ξέφευγε. Κατά τον Αύγουστο οι προσπάθειες εγκαταλείφθηκαν και ο Βάργκας επέστρεψε στην Ισπανία. Ο Νίκολας Ντε Καρντόνα, προτού να φύγει για την Αβάνα, σχεδίασε έναν χάρτη της περιοχής που είχαν ερευνήσει και τον συμπεριέλαβε στην αναφορά που έκανε για την διάσωση. Η απώλεια του στόλου των θησαυρών του 1622, ήταν μια καταστροφή για το Βασιλικό Υπουργείο Οικονομικών. Το Στέμμα, αναγκάστηκε να δανειστεί ακόμη περισσότερα χρήματα για να χρηματοδοτήσει τον Τριακονταετή Πόλεμο και αρκετά γαλιόνια πουλήθηκαν για να καλύψουν μέρος της απώλειας αλλά αυτό δεν στάθηκε αρκετό. Ο θησαυρός του Μαργκαρίτα και του Ατότσα έπρεπε με κάθε θυσία να βρεθεί. Το 1624, την αποστολή για την διάσωση του φορτίου του Σάντα Μαργκαρίτα και του Λα Νουέστρα Σενόρα Ντε Ατότσα, ανέλαβε ο Φρανσίσκο Νούνιεζ Μέλιαν. Η συμφωνία του με τον Βασιλιά Φίλιππο έλεγε πώς ότι βρεθεί από το φορτίο, θα χωριστεί στα τρία. Ο Φίλιππος και ο Μέλιαν, θα πάρουν από ένα τρίτο και το υπόλοιπο, θα καλύψει τα έξοδα της ανέλκυσης. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο ετών, παράγγειλε σε ένα χυτήριο χαλκού, την κατασκευή ενός καταδυτικού κώδωνα τριακοσίων δέκα κιλών. Τελικά ο Μέλιαν έφτασε στην περιοχή του ναυαγίου τον Μάιο. Στις 6 Ιουνίου του 1626, η χρήση του κώδωνα έφερε αποτελέσματα. Ένας δύτης ο Χουάν Μπάνον, επισήμανε τα συντρίμμια και κατόρθωσε να φέρει επάνω μία ασημένια μπάρα. Το Σάντα Μαργκαρίτα είχε βρεθεί. Κατά τη διάρκεια των επόμενων τεσσάρων ετών, με συχνές διακοπές από τον άσχημο καιρό και τους Ολλανδούς με τις επιθέσεις που τους έκαναν, ο Μέλιαν κατόρθωσε να ανακτήσει τριακόσιες ογδόντα ασημένιες μπάρες, εξήντα εφτά χιλιάδες ασημένια νομίσματα και οκτώ μπρούντζινα κανόνια. Το Ατότσα όμως, παρά τις έντονες προσπάθειες ανεύρεσης του, ήταν αδύνατον να εντοπιστεί. Ο Φρανσίσκο Νούνιεζ Μέλιαν, διορίστηκε τελικά Κυβερνήτης της Βενεζουέλας, και προσέλαβε τον καπετάνιο Χουάν Ντε Ανουέζ, για να συνεχίσει την έρευνα και τις εργασίες διάσωσης μέχρι το 1641. Εκείνη την χρονιά, ο Μέλιαν αποφάσισε να υπογράψει άλλη μία σύμβαση. Η απόφαση του στηρίχτηκε επάνω στις φήμες που κυκλοφορούσαν, ότι οι Ινδιάνοι των νησιών Κήζ, ήξεραν τη θέση του Ατότσα. Αλλά το 1644, ο Φρανσίσκο Νούνιεζ Μέλιαν πέθανε προτού να βρεθεί οτιδήποτε. Τα στοιχεία όλων των αποστολών, των ερευνών και των εργασιών που έκανε, από το 1624 έως το 1644 συγκεντρώθηκαν στην Αβάνα. Τελικά, από εκεί μεταφέρθηκαν στα Αρχεία των Ινδιών, στην Σεβίλλη της Ισπανίας όπου υπάρχουν μέχρι σήμερα.
 
Η ανακάλυψη

Το 1950, ο Μέλ Φίσερ, ένας επιχειρηματίας και δύτης από την Καλιφόρνια, αποφάσισε να ξεκινήσει την αναζήτηση θησαυρών στα ναυάγια της Καραϊβικής και της Κεντρικής Αμερικής. Το 1963, μετά από πολλές προσπάθειες που έκανε σε διάφορα ναυάγια χωρίς όμως να έχει καμία επιτυχία, ο Φίσερ αποφάσισε να πουλήσει ότι είχε και να μετακομίσει στην Φλώριδα μαζί με την οικογένεια του. Εκεί, ξεκίνησε πάλι τις έρευνες και μαζί με τους συνεργάτες του βρήκε διάφορα ναυάγια που βυθίστηκαν το 1715. Μέχρι το 1966 ότι ήταν να βρούνε το είχανε βρεί. Στο διάστημα αυτό είχαν ανελκύσει μερικές χιλιάδες χρυσά νομίσματα και κοσμήματα. Μετά από λίγο καιρό ανάπαυλας, ο Φίσερ μετέφερε την επιχείρηση του στα νησιά Κήζ της Φλώριδας. Στο μεταξύ, ερευνητές έψαχναν τα Αρχεία των Ινδιών στην Σεβίλλη της Ισπανίας, για στοιχεία που θα τους οδηγούσαν σε ναυάγια της περιοχής. Μάζεψαν χάρτες και έγγραφα που αφορούσαν πλοία που βυθίστηκαν μετά το 1733. Στην Σεβίλλη, έμαθαν και για οκτώ σκάφη που είχαν βυθιστεί σε ένα τυφώνα το 1622, ανάμεσα στα οποία ήταν το Λα Νουέστρα Σενόρα Ντε Ατότσα και το Σάντα Μαργκαρίτα. Τα αρχεία έλεγαν ότι τα πλοία είχαν βυθιστεί στα νησιά του Ματεκούμπε. Ο Φίσερ με μανία, έψαχνε να βρει το Ατότσα στα νησιά που είναι σήμερα γνωστά ως Άνω και Κάτω Ματεκούμπε. Αφού για μεγάλο διάστημα δεν εύρισκε τίποτα, άρχισε να ψάχνει στα βόρεια νησιά. Το 1970, ένας φίλος του Φίσερ που έκανε το διδακτορικό του στην Ιστορία, βρισκόταν στην Σεβίλλη κάνοντας έρευνα για τις Ισπανικές κατακτήσεις στην Φλώριδα. Εκεί, έπεσε πάνω στα λεπτομερή έγγραφα των εξόδων του Φρανσίσκο Νούνιεζ Μέλιαν, που έγιναν κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης του 1622. Ανάμεσα σε αυτά, βρήκε και ένα έγγραφο που έλεγε ότι οι έρευνες και η ανέλκυση του φορτίου έγιναν κοντά στα Κάϊος Ντέλ Μαρκέζ. Και πάλι όλες οι αναφορές μιλούσαν για τα νησιά Ματεκούμπε. Ο φίλος του Φίσερ ενθουσιασμένος και μετά από πάρα πολύ ψάξιμο σε έγγραφα του 16ου αιώνα και χάρτες του 17ου αιώνα, ανακάλυψε ότι για τους Ισπανούς του 17ου αιώνα, τα νησιά Ματεκούμπε ήταν τα νησιά Κήζ της Φλώριδας εκτός των απομακρυσμένων Ντράϊ Τορτούγας. Ενημέρωσε τον Φίσερ και του είπε πώς θα έπρεπε να ψάξει μεταξύ του νησιού Κάϊο Χουέσο, το σημερινό Κή Γουέστ και των Ντράϊ Τορτούγας. Ο Φίσερ και άλλοι κυνηγοί θησαυρών, για χρόνια έψαχναν εκατοντάδες μίλια πιο μακριά από το σημείο που βρισκόντουσαν τα ναυάγια. Ο Φίσερ μετά από την είδηση του φίλου του μεταφέρθηκε κοντά στο νησί Μαρκέσας. 

Η έρευνα άρχισε την 1 Ιουνίου του 1970. Έψαξε δυτικά από το Μαρκέσας σε μια τεράστια περιοχή μήκους εικοσιπέντε και πλάτους δεκαπέντε μιλίων. Ο Φίσερ για την έρευνα, πήρε ειδική έγγραφη άδεια από την Πολιτεία της Φλώριδας. Ώς αμοιβή για την άδεια να ερευνήσει τα νερά της πολιτείας και για την επιστασία και την προστασία που θα του προσέφερε, η πολιτεία θα έπαιρνε το 25% από ότι θα εύρισκε. Ο Φίσερ μαζί με το πλήρωμα του έψαχνε την περιοχή με διάφορα όργανα αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τον Σεπτέμβριο παρέλαβε κάποια έγγραφα από τα αρχεία της Σεβίλλης. Σε αυτά τα έγγραφα ήταν καταγεγραμμένη η μαρτυρία του πλοίαρχου του Σάντα Μαργκαρίτα, Μπερναντίνο Ντε Λούγκο, ο οποίος είδε το Λα Νουέστρα Σενόρα Ντε Ατότσα να βυθίζεται. Στην περιγραφή έλεγε ότι το πλοίο βυθίστηκε ανατολικά από το τελευταίο νησί των Ματεκούμπε. Ο Φίσερ μετακινήθηκε ανατολικά από το Μαρκέσας όπου έψαξε για πολλούς μήνες. Ο φίλος του όμως που συνέχιζε την ανάγνωση και την μελέτη των αρχείων, διαπίστωσε ότι είχε γίνει ένα λάθος στην καταγραφή της μαρτυρίας του Ντε Λούγκο και ότι το πλοίο μετά την σύγκρουση, στράφηκε δυτικά των νησιών. Ο Φίσερ μετακινήθηκε αυτήν την φορά σε μια περιοχή δέκα μίλια δυτικά του Μαρκέσας. Εκεί το μαγνητόμετρο κατέγραψε ένα δυνατό σήμα. Καταδύθηκαν και βρήκαν μια σιδερένια μπάλα ενός πιστολιού, την άγκυρα της γαλέρας και τρεις χρυσές αλυσίδες. Λόγω του μικρού βάθους κατάλαβαν ότι ήταν το Σάντα Μαργκαρίτα. Ύστερα από μερικές μέρες βρήκαν μερικές ράβδους χρυσού. Μετά από μερικούς μήνες όταν πλέον είχαν ολοκληρώσει την έρευνα, το μόνο που είχαν βρει ακόμα, ήταν μόνο μερικά πετράδια. Το 1971, ο Φίσερ είχε βρει το Σάντα Μαργκαρίτα. Ο θησαυρός που είχε απομείνει στην περιοχή του ναυαγίου αποτελείτο από σμαράγδια και χρυσό. Ανάμεσα στα σμαράγδια υπήρχε και ένα 40,2 καρατίων που είχε διαστάσεις τρία επί τέσσερα εκατοστά και χρώμα βαθυπράσινο που ξάνοιγε στις άκρες. Το χρυσό που βρέθηκε είχε αξία πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια. Όμως δεν είχε βρει τίποτα από τον θησαυρό του Λα Νουέστρα Σενόρα Ντε Ατότσα. Ο Φίσερ για τις έρευνες, είχε φτιάξει πάνω στο σκάφος του, μια μεγάλη κατασκευή που με την βοήθεια των προπελών, απομάκρυνε την άμμο από τον βυθό για να μπορούν να βλέπουν οι δύτες τι υπήρχε από κάτω. Ο θησαυρός ήταν εκεί επί τριακόσια πενήντα χρόνια και ήταν σκεπασμένος με ένα στρώμα άμμου πάχους έξι μέτρων. Έπρεπε λοιπόν να κατασκευάσει ακόμα μεγαλύτερα μηχανήματα. Αγόρασε δύο ρυμουλκά που διέθεταν μεγάλες προπέλες και προσάρμοσε σε αυτές δύο νέες κατασκευές. Όρισε καπετάνιους τους δύο από τους τρεις γιούς του και ξεκίνησαν πάλι. Τον Μάιο του 1973, έψαχναν και ανακάλυψαν μόνο μερικά ευρήματα, πάνω σε μία πορεία που πήγαινε νοτιοανατολικά από το σημείο που βρήκαν την άγκυρα. Ψάχνοντας εύρισκαν σπαθιά, πιστόλια και μερικά νομίσματα. Στα μέσα του Μαΐου, σε μια βουτιά, βρήκαν πρώτα καμιά τριανταριά χρυσά νομίσματα. 

Την επόμενη ημέρα, γύρω στα τριακόσια και την επόμενη 20 Μαΐου βρήκαν χίλια πεντακόσια νομίσματα. Τις επόμενες ημέρες, έπεσαν πάνω σε χιλιάδες χρυσά και ασημένια νομίσματα. Στις 4 Ιουλίου του 1973, ο ένας γιος του ανέβασε από τον βυθό δύο ασημένιες μπάρες. Αυτές επιβεβαίωσαν ότι ο θησαυρός που εύρισκαν σταδιακά ήταν του Νουέστρα Σενόρα Ντε Ατότσα.
Οι μπάρες αυτές είχαν σημανθεί με αριθμό σειράς και από τα έγγραφα των Αρχείων των Ινδιών στην Σεβίλλη, επιβεβαιώθηκε η προέλευση τους. Το 1974, ο Μέλ Φίσερ συνεργάστηκε με μία εταιρεία έρευνας και διάσωσης η οποία είχε την τεχνογνωσία αλλά δεν είχε τα χρήματα για μια τέτοια δουλειά. Το 1975, ο μεγαλύτερος γιος του Φίσερ βρήκε το πιο σημαντικό σημάδι ότι είχαν πλησιάσει αρκετά. Είχε βρει εννέα μεγάλα μπρούντζινα κανόνια με την ονομασία του πλοίου. Αργότερα σε λιγότερο από μία εβδομάδα, μία ήσυχη και ήρεμη ημέρα, το σκάφος του γιου του βούλιαξε ανεξήγητα πνίγοντας τον γιο του, την νύφη του και έναν δύτη. Το τραγικό αυτό γεγονός αναστάτωσε τον Φίσερ και ολόκληρο το πλήρωμα. Αφού πέρασε ένα μικρό διάστημα μετά από την απώλεια των ανθρώπων του, ο Φίσερ ξεκίνησε πάλι πιστεύοντας ότι τελείωνε η αναμονή. Όμως αυτή η αναμονή θα κρατούσε ακόμα δέκα ολόκληρα χρόνια. Ώσπου στις 20 Ιουλίου του 1985 και σαράντα μίλια δυτικά από το νησί Κή Γουέστ, ο γιος του Φίσερ μαζί με έναν ακόμα δύτη έπεσαν σε μεγάλες στοίβες από ράβδους χρυσού. Δεν υπήρχε πια καμία αμφιβολία, τα τελευταία κομμάτια της περίφημης γαλέρας Λα Νουέστρα Σενόρα Ντε Ατότσα, είχαν πλέον βρεθεί. 

Τον Μάϊο του 1986, το μηχάνημα που απομάκρυνε την άμμο, άρχισε να βγάζει και να πετάει με δύναμη στον αέρα έξω από το νερό, χιλιάδες πολύτιμα πετράδια. Εκτός από τον χρυσό και το ασήμι, είχαν βρει και ρημαγμένα κιβώτια με εκατοντάδες κοσμήματα, ρουμπίνια, σμαράγδια και μαργαριτάρια. Το κύριο μέρος του θησαυρού ήταν σαράντα επτά τόνοι ασήμι, εκατό πενήντα χιλιάδες χρυσά νομίσματα, τετρακόσια κιλά μικρές ράβδους χρυσού, εκατοντάδες κοσμήματα και δύο χιλιάδες εκατό ενενήντα ακατέργαστα πολύτιμα πετράδια, από τα οποία ένα μόνο σμαράγδι των 77.7 καρατίων, εκτιμήθηκε ένα εκατομμύριο οκτακόσιες χιλιάδες δολάρια. Μετά την ανακάλυψη του, ο Μέλ Φίσερ είχε πολλές και μεγάλες διαμάχες με την Πολιτεία της Φλώριδα και λίγο μετά, δημιούργησε έναν χώρο όπου στέγασε τον θησαυρό του Λα Νουέστρα Σενόρα Ντε Ατότσα, το μουσείο Mel Fisher Maritime Heritage Society and Museum.

Βιβλιογραφία.

The Treasure Galleons / Dave Horner
Diving to a Flash of Gold / Martin Meylach
Shipwrecks of Florida / Steven D. Singer
Fatal Treasure / Jedwin Smith
The Search for the Atocha / Dr. Eugene Lyon
Rivers of Gold The Rise of the Spanish Empire from Columbus to Magellan / Hugh Thomas και Mel Fisher Maritime Heritage Society and Museum.